- συνυφή
- και αττ. τ. ξυνυφή, ἡ, Α1. πλοκή («καθάπερ οὖν δή τινα ξυνυφὴν ἢ καὶ πλέγμ' ἄλλο», Πλάτ.)2. πρόσθετο ύφασμα που προκύπτει από τη διάνοιξη τού κυρίως υφάσματος3. μτφ. α) σύνθεση, κατασκευήβ) ερωτική περίπτυξη («ἐρωτικὴν... ξυνυφήν», Μάξ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ὑφή (πρβλ. παρ-υφή].
Dictionary of Greek. 2013.